φυτοπαράσιτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φυτοπαράσιτο < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /fi.to.paˈɾa.si.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φυ‐το‐πα‐ρά‐σι‐το
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φυτοπαράσιτο ουδέτερο
- (βοτανική) ο ζωικός οργανισμός που είναι παράσιτο και η ζωή του εξαρτάται μόνο από τα φυτά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φυτοπαράσιτο
|