φωνή βοώντος εν τη ερήμω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φωνή βοώντος εν τη ερήμω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ, βιβλική φράση
- → δείτε φωνή, βοώντος, γενική της μετοχής βοών, εν & (δοτική) τῇ ἐρήμῳ (στην έρημο)
Προφορά[επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
φωνή βοώντος εν τη ερήμω
- φωνή κάποιου που μιλάει στην έρημο, που δεν ακούει κανείς, ούτε προσέχει κανείς τι λέει
- → χρειάζεται παράθεμα με χρήση σε νεοελληνικό κείμενο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Όροι με δοτική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Εκφράσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χρειάζονται παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)