φωσφάτωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φωσφάτωση | οι | φωσφατώσεις |
γενική | της | φωσφάτωσης* | των | φωσφατώσεων |
αιτιατική | τη | φωσφάτωση | τις | φωσφατώσεις |
κλητική | φωσφάτωση | φωσφατώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, φωσφατώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φωσφάτωση < γαλλική phosphatation
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φωσφάτωση ουδέτερο
- (χημεία): η δια χημικής αντίδρασης εναπόθεση, (επίστρωση), αλάτων φωσφόρου σε μεταλλική επιφάνεια για αντιδιαβρωτική προστασία
- η φωσφάτωση γίνεται είτε με ψεκασμό, είτε με εμβάπτιση, είτε τέλος με επάλειψη και τρίψιμο
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Παράγωγα
[επεξεργασία]Σημειώσεις
[επεξεργασία]- η φωσφάτωση εφευρέθηκε το 1906 στη Γαλλία.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φωσφάτωση
|