φωτίτσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φωτίτσα οι φωτίτσες
      γενική της φωτίτσας
    αιτιατική τη φωτίτσα τις φωτίτσες
     κλητική φωτίτσα φωτίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φωτίτσα < υποκοριστικό του φωτιά

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φωτίτσα θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]