φωτοακουστική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φωτοακουστική | ||
γενική | της | φωτοακουστικής | ||
αιτιατική | τη | φωτοακουστική | ||
κλητική | φωτοακουστική | |||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φωτοακουστική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου φωτοακουστικός, φωτο- + ακουστική (λόγιο ενδογενές δάνειο:) αγγλική photoacoustics < ρωσική фотоакустический (από τη δεκαετία του 1970)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φωτοακουστική θηλυκό
- (φυσική) μελέτη της μετατροπής του φωτός σε ακουστικό κύμα, της δημιουργίας ήχου από την απορρόφηση του φωτός από ένα σώμα, από υλικό μέσο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φωτοακουστική
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
φωτοακουστική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του φωτοακουστικός
- ※ Η τεχνική, που ονομάζεται «φωτοακουστική τομογραφία», αξιοποιεί, όπως έπραξε και ο εφευρέτης του τηλεφώνου, Alexander Graham Bell, πριν από εκατό χρόνια την αλληλεπίδραση φωτός και ηχητικών κυμάτων (Ακούγοντας τον καρκίνο, Χανιώτικα Νέα, 9 Απριλίου 2013)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' στον ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον ενικό (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα φωτο- (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ρωσικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυσική (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)