φωτονεφέλη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φωτονεφέλη < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /fo.to.neˈfe.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φω‐το‐νε‐φέ‐λη
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φωτονεφέλη θηλυκό
- (αστρονομία, σπάνιο) το νεφέλωμα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φωτονεφέλη
→ δείτε τη λέξη νεφέλωμα |
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ερωμένη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αστρονομία (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)