φωτοπολλαπλασιαστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φωτοπολλαπλασιαστής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φωτοπολλαπλασιαστής αρσενικό
- (ηλεκτρονική) ανιχνευτής ηλεκτρονμαγνητικής ακτινοβολίας