φωτοφοβικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φωτοφοβικός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φωτοφοβικός αρσενικό
- (ψυχολογία) άτομο που δεν αντέχει το φως για ψυχολογικούς λόγους
Επίθετο
[επεξεργασία]φωτοφοβικός αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο
- ο φωτόφοβος, απομακρυνόμενος από την κατεύθυνση του φωτός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φωτοφοβικός
|