φωτότυπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φωτότυπος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φωτότυπος αρσενικό
- (ιατρική) (νεολογισμός) καθένας από τους τύπους δέρματος των ανθρώπων, με βάση τους οποίους γίνεται ταξινόμηση των ατόμων σύμφωνα με τον τρόπο αντίδρασης του δέρματός τους στον ήλιο
- ※ Ἄν καὶ οἱ περισσότερες μητέρες εἶχαν φωτότυπο ποὺ ὑποδήλωνε ἀνθεκτικότητα στὴν ἡλιακὴ ἀκτινοβολία ( Πίνακας 2 ) , ἀρκετὲς ἀνέφεραν ἱστορικὸ φυσαλιδωδῶν ἡλιακῶν ἐγκαυμάτων τὰ τελευταῖα τρία καλοκαίρια.
- Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών, (1995), Αθήνα, τόμος 70, τεύχος 1, σελ. 245 @google.books
- ※ Ἄν καὶ οἱ περισσότερες μητέρες εἶχαν φωτότυπο ποὺ ὑποδήλωνε ἀνθεκτικότητα στὴν ἡλιακὴ ἀκτινοβολία ( Πίνακας 2 ) , ἀρκετὲς ἀνέφεραν ἱστορικὸ φυσαλιδωδῶν ἡλιακῶν ἐγκαυμάτων τὰ τελευταῖα τρία καλοκαίρια.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- φωτότυπος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)