χάδι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χάδι | τα | χάδια |
γενική | του | χαδιού | των | χαδιών |
αιτιατική | το | χάδι | τα | χάδια |
κλητική | χάδι | χάδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈxa.ði/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χά‐δι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χάδι ουδέτερο
- απαλή κίνηση του χεριού πάνω στο σώμα άλλου προσώπου, σε ένδειξη αγάπης ή τρυφερότητας
- θα 'θελα να σε χορτάσω όλο χάδια και φιλιά (Μ. Βαμβακάρης)
- (μεταφορικά) απαλή αίσθηση αφής
- ↪ βγαίνοντας έξω ένιωσε το χάδι του ανέμου
Συγγενικά[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χάδι