χέλυς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χέλυς < χέλειον ίσως από ρίζα που σήμαινε αρχικά το κιτρινοπράσινο χρώμα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χέλυς, γενική: χέλυος θηλυκό
- το όστρακο της χελώνας
- η χελώνα
- η λύρα (επειδή το ηχείο του πρωτοκατασκευάστηκε με όστρακο χελώνας)
- το κυρτό στέρνο, το κυρτό στήθος