χέλυς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χέλυς < χέλειον ίσως από ρίζα που σήμαινε αρχικά το κιτρινοπράσινο χρώμα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χέλυς, γενική: χέλυος θηλυκό

  1. το όστρακο της χελώνας
  2. η χελώνα
  3. η λύρα (επειδή το ηχείο του πρωτοκατασκευάστηκε με όστρακο χελώνας)
  4. το κυρτό στέρνο, το κυρτό στήθος


Συνώνυμα

[επεξεργασία]