χήμωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χήμωση | οι | χημώσεις |
γενική | της | χήμωσης* | των | χημώσεων |
αιτιατική | τη | χήμωση | τις | χημώσεις |
κλητική | χήμωση | χημώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, χημώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χήμωση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χήμωση θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χήμωση
|