χίπις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χίπις < (άμεσο δάνειο) αγγλική hippies
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χίπις αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό, άκλιτο
- οι χίπηδες ως σύνολο ή γενικά ως κίνημα της περιθωριακής κουλτούρας
- ※ Ανέμελη διάθεση, ξέφρενα πάρτι και ναρκωτικά άφησαν το δικό τους «στίγμα» στην πολυτάραχη ιστορία του κινήματος, ενώ στον ατμοσφαιρικό αυτό τόπο, τα Μάταλα, οι χίπις βρήκαν το κατάλληλο περιβάλλον για να εκδηλώσουν τις ιδιαίτερες ανησυχίες τους.
- «Τι συμβαίνει σήμερα στις σπηλιές των χίπις στα Μάταλα;», cretanmagazine.gr (22 Δεκεμβρίου 2020)· πρόσβαση: 2022-05-08.
- ※ Ανέμελη διάθεση, ξέφρενα πάρτι και ναρκωτικά άφησαν το δικό τους «στίγμα» στην πολυτάραχη ιστορία του κινήματος, ενώ στον ατμοσφαιρικό αυτό τόπο, τα Μάταλα, οι χίπις βρήκαν το κατάλληλο περιβάλλον για να εκδηλώσουν τις ιδιαίτερες ανησυχίες τους.
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- χίπις στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χίπις
|