χαζά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
χαζά < χαζός
Επίρρημα[επεξεργασία]
χαζά
- με χαζό τρόπο
- μη φέρεσαι χαζά, σοβαρέψου λίγο!
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
χαζά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του χαζό