χαζεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χαζεύω < χαζός
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
χαζεύω
- γίνομαι χαζός
- (κατ’ επέκταση) χάσκω από έκπληξη, βλέπω, παρατηρώ κάτι με ανοιχτό το στόμα
- ξοδεύω τον καιρό μου παρατηρώντας πράγματα που είναι ευχάριστα, αλλά δεν με αφορούν άμεσα
- (μεταβατικό) παρακολουθώ κάποιον σε μεγάλη προσήλωση
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χαζεύω
|