χαζοί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /xaˈzi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χα‐ζοί
- ομόηχο: χαζή
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
χαζοί
- (αρσενικό) ονομαστική και κλητική πληθυντικού του χαζός