χαζοβιόλης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χαζοβιόλης < χαζο- + βιολ(ί) + -ης (όπως στην έκφραση το βιολί του, το ίδιο βιολί)[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χαζοβιόλης αρσενικό (θηλυκό χαζοβιόλα)
- απλοϊκός, επιπόλαιος, ανόητος, που κάνει χαζομάρες χωρίς κακία
Συγγενικά[επεξεργασία]
- χαζοβιόλικος
- → και δείτε τη λέξη βιολί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χαζοβιόλης
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ χαζοβιόλης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας