χαζοχαρούμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χαζοχαρούμενος < χαζο- + χαρούμενος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /xa.zo.xaˈɾu.me.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χα‐ζο‐χα‐ρού‐με‐νος
Μετοχή
[επεξεργασία]χαζοχαρούμενος, -η, -ο
- (μειωτικό ή οικείο) που είναι πάντα χαρωπός, επειδή εξαιτίας της χαζομάρας του δεν αντιλαμβάνεται τη σοβαρότητα κάποιων καταστάσεων
- ↪ Είναι ευχάριστος τύπος, λίγο χαζοχαρούμενος. Δεν είναι να τον παίρνεις στα σοβαρά.
- ↪ Έχω γίνει ένας χαζοχαρούμενος μπαμπάς, που κάνει όλες τις χάρες στην κορούλα του.
- ≈ συνώνυμα: ελαφρός, επιπόλαιος, χωρίς σοβαρότητα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως η ομάδα 'εισαγόμενος' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'εισαγόμενος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα χαζο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Οικείοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)