χαζούλης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χαζούλης < χαζ(ός) + υποκοριστικό επίθημα -ούλης
Επίθετο[επεξεργασία]
χαζούλης, -α, -ικο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χαζούλης