χαλαζάω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

χαλαζάω < χάλαζα

χαλαζάω θηλυκό

  1. ρίχνω χαλάζι
  2. ρίχνω κάτι που μοιάζει με χαλάζι, σαν χαλάζι
  3. βγάζω εξανθήματα

Συγγενικά

[επεξεργασία]