χαλαρότητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χαλαρότητα οι χαλαρότητες
      γενική της χαλαρότητας των χαλαροτήτων
    αιτιατική τη χαλαρότητα τις χαλαρότητες
     κλητική χαλαρότητα χαλαρότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χαλαρότητα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χαλαρότης, από την αιτιατική «τὴν χαλαρότητα» < χαλαρός.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε χαλαρ(ός) + -ότητα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χαλαρότητα θηλυκό

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

χαλαρότητα θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]



Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

χαλαρότητα θηλυκό