χαλκεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χαλκεύω < αρχαία ελληνική χαλκεύω
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
χαλκεύω
- κατασκευάζω κάτι χρησιμοποιώντας ως πρώτη ύλη το χαλκό
- (μεταφορικά) δημιουργώ, πλάθω
- (μεταφορικά) κατηγορώ κάποιον, πλάθοντας σκευωρίες εναντίον του
- (μεταφορικά) Παραποιώ, διαστρεβλώνω
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χαλκεύω
|
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
χαλκεύω < αρχαία ελληνική χαλκεύς
Ρήμα[επεξεργασία]
χαλκεύω
- επεξεργάζομαι το χαλκό
- κάνω το επάγγελμα του χαλκέα
- (μεταφορικά) δημιουργώ, κατασκευάζω
- πλαστογραφώ