χαμάμ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χαμάμ < (άμεσο δάνειο) τουρκική hamam < αραβική حمّام (ḥammām: ζεστό νερό, χαμάμ) < ρίζα ح م م (ḥ-m-m: ζεστός)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χαμάμ ουδέτερο άκλιτο
- κτήριο με θερμά λουτρά και (κατ’ επέκταση) το σωματικό πλύσιμο σ’ αυτά
- (μεταφορικά) κάθε κτήριο ή δωμάτιο με υπερβολική ζέστη
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)