χαρίεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
χᾰρῐεντ- θηλυκό χᾰρῐετ- | |||||||
ονομαστική | ὁ | χαρίεις | ἡ | χαρίεσσᾰ | τὸ | χαρίεν | |
γενική | τοῦ | χαρίεντος | τῆς | χαριέσσης | τοῦ | χαρίεντος | |
δοτική | τῷ | χαρίεντῐ | τῇ | χαριέσσῃ | τῷ | χαρίεντῐ | |
αιτιατική | τὸν | χαρίεντᾰ | τὴν | χαρίεσσᾰν | τὸ | χαρίεν | |
κλητική ὦ! | χαρίεν | χαρίεσσᾰ | χαρίεν | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | ||||||
ονομαστική | οἱ | χαρίεντες | αἱ | χαρίεσσαι | τὰ | χαρίεντᾰ | |
γενική | τῶν | χαριέντων | τῶν | χαριεσσῶν | τῶν | χαριέντων | |
δοτική | τοῖς | χαρίεσῐ(ν) | ταῖς | χαριέσσαις | τοῖς | χαριέσῐ(ν) | |
αιτιατική | τοὺς | χαρίεντᾰς | τὰς | χαριέσσᾱς | τὰ | χαρίεντᾰ | |
κλητική ὦ! | χαρίεντες | χαρίεσσαι | χαρίεντᾰ | ||||
δυϊκός | |||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χαρίεντε | τὼ | χαριέσσᾱ | τὼ | χαρίεντε | |
γεν-δοτ | τοῖν | χαριέντοιν | τοῖν | χαριέσσαιν | τοῖν | χαριέντοιν | |
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'χαρίεις' όπως «χαρίεις» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
χαρίεις, -εσσα, -εν
- γεμάτος χάρη, χαριτωμένος
- όμορφος
- θελκτικός
- ευφυής
- ευχάριστος
- κομψός
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- χαρίεις - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- χαρίεις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χαρίεις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα με κλίση όπως το 'χαρίεις' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'χαρίεις' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)