χαρμονή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χαρμονή | οι | χαρμονές |
γενική | της | χαρμονής | των | χαρμονών |
αιτιατική | τη | χαρμονή | τις | χαρμονές |
κλητική | χαρμονή | χαρμονές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χαρμονή < αρχαία ελληνική χαρμονή < χάρμα < χαίρω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χαρμονή θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη χαρά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χαρμονή
|