χαροκοπώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χαροκοπώ < χαρά και -κοπώ (κατά το γλεντοκοπώ, λαμποκοπώ)
Ρήμα
[επεξεργασία]χαροκοπώ
- το έχω ρίξει στο γλέντι, στο χαροκόπι, γλεντάω με τις ώρες και έντονα, γλεντοκοπώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χαροκοπώ
|