χαρτοκοπτική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χαρτοκοπτική | ||
γενική | της | χαρτοκοπτικής | ||
αιτιατική | τη | χαρτοκοπτική | ||
κλητική | χαρτοκοπτική | |||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χαρτοκοπτική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου χαρτοκοπτικός < χαρτοκόπτης [1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χαρτοκοπτική θηλυκό στον ενικό
- η δημιουργία σχεδίων από κομμάτια χρωματιστό χαρτί
- (μεταφορικά) κακή, ανακατεμένη διάτραξη αποσπασμάτων μέσα σε κείμενο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ χαρτοκοπτική - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας