χαρτοπετσέτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χαρτοπετσέτα θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τις λέξεις χαρτί και πετσέτα
χαρτοπετσέτα θηλυκό
→ και δείτε τις λέξεις χαρτί και πετσέτα