χαρτού
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χαρτού | οι | χαρτούδες |
γενική | της | χαρτούς | των | χαρτούδων |
αιτιατική | τη | χαρτού | τις | χαρτούδες |
κλητική | χαρτού | χαρτούδες | ||
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χαρτού < χαρτιά
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χαρτού θηλυκό
- (επάγγελμα) η χαρτορίχτρα, η χαρτομάντισσα
- η γυναίκα που "τρέχει" σε χαρτορίχτρες
- η γυναίκα που έχει πάθος με τη χαρτοπαιξία, η χαρτοπαίχτρα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χαρτού
|