χαρτόμουτρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χαρτόμουτρο ουδέτερο
- μανιώδης ή ικανότατος χαρτοπαίκτης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χαρτόμουτρο
|