χαρχάλω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χαρχάλω | οι | χαρχάλες |
γενική | της | χαρχάλως | των | χαρχάλων |
αιτιατική | τη | χαρχάλω | τις | χαρχάλες |
κλητική | χαρχάλω | χαρχάλες | ||
Ο πληθυντικός σε -ες είναι σπάνιος. | ||||
Κατηγορία όπως «τρελέγκω» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χαρχάλω < πιθανόν χαρχαλεύω (αναδρομικός σχηματισμός) < (ηχομιμητική λέξη) χαρχαλ- + -ω[1]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χαρχάλω θηλυκό
- (οικείο) ονομασία ξεχαρβαλωμένου ή γενικότερα παλιού μηχανήματος
- (οικείο) (μειωτικό) ανήθικη γυναίκα
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χαρχάλω
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ χαρχάλω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας