χασές

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χασές οι χασέδες
      γενική του χασέ των χασέδων
    αιτιατική τον χασέ τους χασέδες
     κλητική χασέ χασέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χασές < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χασές αρσενικό

  • είδος λευκού υφάσματος από βαμβάκι, μέτριας ποιότητας από σχετικά χοντρό νήμα.

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]