χασές
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χασές | οι | χασέδες |
γενική | του | χασέ | των | χασέδων |
αιτιατική | τον | χασέ | τους | χασέδες |
κλητική | χασέ | χασέδες | ||
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χασές < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χασές αρσενικό
- είδος λευκού υφάσματος από βαμβάκι, μέτριας ποιότητας από σχετικά χοντρό νήμα.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χασές
|