χασαπόχαρτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χασαπόχαρτο ουδέτερο
- ειδικό, σκληρό χαρτί (κατά κανόνα και με εσωτερική επένδυση λεπτής μεμβράνης), που χρησιμοποιείται για το τύλιγμα του κρέατος· (κυριολεκτικά) το χαρτί των χασάπηδων, των κρεοπωλών
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χασαπόχαρτο
|