χείλωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χείλωμα < ελληνιστική κοινή χείλωμα < αρχαία ελληνική χεῖλος
- χείλωμα < χειλώνω + -μα < χείλος + -ώνω < αρχαία ελληνική χεῖλος
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χείλωμα ουδέτερο
- η απόληξη μιας επιφάνειας ή ενός πράγματος, που μοιάζει με χείλος
- (ειδικότερα) η απόληξη ενός νομίσματος, που μοιάζει με χείλος
- (ιδιωματικό) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του χειλώνω
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χείλωμα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -μα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)