χειρομάλαξη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χειρομάλαξη | οι | χειρομαλάξεις |
γενική | της | χειρομάλαξης* | των | χειρομαλάξεων |
αιτιατική | τη | χειρομάλαξη | τις | χειρομαλάξεις |
κλητική | χειρομάλαξη | χειρομαλάξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, χειρομαλάξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χειρομάλαξη < χειρο- + (καθαρεύουσα) μάλαξις[1] (μάλαξη) < ελληνιστική κοινή μάλαξις < αρχαία ελληνική μαλάσσω < μαλακός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mlh₂ekos < *melh₂- (μαλακός)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /çi.ɾoˈma.la.ksi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χει‐ρο‐μά‐λα‐ξη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χειρομάλαξη θηλυκό
- (λόγιο) μάλαξη που πραγματοποιείται με το χέρι
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- χειρομαλάκτης
- χειρομαλακτικός
- χειρομαλάκτρια
- χειρομαλάσσω
- → και δείτε τις λέξεις χέρι και μαλάσσω
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χειρομάλαξη
|
- ↑ χειρομάλαξη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα χειρο- (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)