χειροπέδη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χειροπέδη | οι | χειροπέδες |
γενική | της | χειροπέδης | — | |
αιτιατική | τη | χειροπέδη | τις | χειροπέδες |
κλητική | χειροπέδη | χειροπέδες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χειροπέδη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή χειροπέδη < χείρ + -ο- + πέδη
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χειροπέδη θηλυκό, συνήθως στον πληθυντικό χειροπέδες
- το καθένα από τα δύο κυκλικά μεταλλικά αντικείμενα που συνδέονται μεταξύ τους με αλυσίδα και φοριούνται από την αστυνομία στους καρπούς ενός κρατουμένου
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζέστη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)