χειρουργικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χειρουργικός < (ελληνιστική κοινή) χειρουργικός (ίδια σημασία) < αρχαία ελληνική χειρουργικός
Επίθετο
[επεξεργασία]χειρουργικός, -ή, -ό
- σχετικός με τη χειρουργική ή τους χειρούργους
- (ουσιαστικοποιημένο) χειρουργική: ο σχετικός επιστημονικός κλάδος