χιονιστής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χιονιστής οι χιονιστές
      γενική του χιονιστή των χιονιστών
    αιτιατική τον χιονιστή τους χιονιστές
     κλητική χιονιστή χιονιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χιονιστής < χιονίζω (χιονισ-) + -της. (μαρτυρείται από το 1816)[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ço.niˈstis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χιο‐νι‐στής

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χιονιστής αρσενικό

  1. (μετεωρολογία) ψυχρές καιρικές συνθήκες που προκαλούν χιόνι, χιονιάς
  2. (άνεμος) ψυχρός άνεμος, ο οποίος συνήθως προέρχεται από περιοχές που έχει χιονίσει

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)