χιονοκρύσταλλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χιονοκρύσταλλος < χιονο- + κρύσταλλος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ço.noˈkɾi.sta.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χιο‐νο‐κρύ‐σταλ‐λος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χιονοκρύσταλλος αρσενικό
- (μετεωρολογία) ο κρύσταλλος της χιονονιφάδας
- ※ Καθώς το βάρος ενός τέτοιου κρυστάλλου είναι απειροελάχιστο, ο χιονοκρύσταλλος μπορεί να κάνει ώρες ολόκληρες να προσγειωθεί. Τότε αρχίζει να παίζει με το φως του ήλιου και στη σύντομη ζωή του θα μας χαρίσει τα υπέροχα σχήματά του, σαν θεία ευλογία από τον ουρανό.
- Δ. Χ., Ιερογλυφικά του ουρανού, Το Βήμα, 24 Νοεμβρίου 2008
- ※ Καθώς το βάρος ενός τέτοιου κρυστάλλου είναι απειροελάχιστο, ο χιονοκρύσταλλος μπορεί να κάνει ώρες ολόκληρες να προσγειωθεί. Τότε αρχίζει να παίζει με το φως του ήλιου και στη σύντομη ζωή του θα μας χαρίσει τα υπέροχα σχήματά του, σαν θεία ευλογία από τον ουρανό.
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις χιόνι και κρύσταλλος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χιονοκρύσταλλος
|
Πηγές
[επεξεργασία]- χιονοκρύσταλλος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- χιονοκρύσταλλος σελ.7854 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χιονοκρύσταλλος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
[επεξεργασία]χιονοκρύσταλλος
- (για νερό) που είναι κρύος σαν το χιόνι και κρυστάλλινος
- ※ 13ος/14ος αιώνας, Βέλθανδρος και Χρυσάντζα, ανωνύμου, στίχ. 296 (295-298)
- Καὶ τότε βρύσην ηὕρηκεν παράξενον ὁκάτι·
ψυχρόν, χιονοκρύσταλλον ὕδωρ εἶχεν ἡ βρύση.
Φράσαι κἂν ὅλως ἀπορῶ τὴν καλλονὴν τὴν τόση,
ἣν εἶχεν ὑπεράπειρον ἡ τῶν Ἐρώτων βρύση.
- Καὶ τότε βρύσην ηὕρηκεν παράξενον ὁκάτι·
- ※ 13ος/14ος αιώνας, Βέλθανδρος και Χρυσάντζα, ανωνύμου, στίχ. 296 (295-298)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- χιονοκρυστάλλινος
- → και δείτε τις λέξεις χιόνι, χιόνιν, κρύσταλλον και κρυσταλλόω
Πηγές
[επεξεργασία]- Εμμανουήλ Κριαράς, Βυζαντινά Ιπποτικά Μυθιστορήματα, Αθήνα 1955, σελ. 107, σελ. 280
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όροφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα χιονο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μετεωρολογία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Επίθετα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)