χλωροφύλλη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χλωροφύλλη < λόγιο ενδογενές δάνειο: α < α + φύλλον
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χλωροφύλλη θηλυκό
- κοινή ονομασία για διάφορες χρωστικές ουσίες που προσδίδουν το πράσινο χρώμα σε φυτικούς οργανισμούς
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χλωροφύλλη