χολερικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χολερικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χολερικός[1]
Επίθετο
[επεξεργασία]χολερικός
- σχετικός με τη χολέρα
- κακεντρεχής
- χολερικά σχόλια
- (για ιδιοσυγκρασία) που χαρακτηρίζεται από ενεργητικότητα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χολερικός
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ χολερικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας