χονδρός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | χονδρός | η | χονδρή | το | χονδρό |
γενική | του | χονδρού | της | χονδρής | του | χονδρού |
αιτιατική | τον | χονδρό | τη | χονδρή | το | χονδρό |
κλητική | χονδρέ | χονδρή | χονδρό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | χονδροί | οι | χονδρές | τα | χονδρά |
γενική | των | χονδρών | των | χονδρών | των | χονδρών |
αιτιατική | τους | χονδρούς | τις | χονδρές | τα | χονδρά |
κλητική | χονδροί | χονδρές | χονδρά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χονδρός < αρχαία ελληνική χονδρός
Επίθετο[επεξεργασία]
χονδρός
- (λόγιο) άλλη μορφή του χοντρός
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη χοντρός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χονδρός
→ δείτε τη λέξη χοντρός |