χοντράνθρωπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /xonˈdɾan.θɾo.pos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χο‐ντράν‐θρω‐πος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χοντράνθρωπος αρσενικό
- (μειωτικό) με άξεστη συμπεριφορά, με χοντροκομμένους τρόπους
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χοντράνθρωπος
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'χοντράνθρωπος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα χοντρ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -άνθρωπος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)