χρή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χρή < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵʰer- (ποθώ)
Ρήμα
[επεξεργασία]χρή ( αιολικός τύπος χρῆ )
- (απρόσωπο) πρέπει, είναι απαραίτητο, χρειάζεται, (με απαρέμφατο)
- ὅ, τι χρείη ποιεῖν: θα κάνουμε αυτό που χρειάζεται, αυτό που πρέπει
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χρή
- το έναρθρο απαρέμφατο ουσιαστικοποιήθηκε και σημαίνει το καθήκον, τη μοίρα, το πεπρωμένο, το χρέος, τη βούληση του θεού ή της κοινωνίας (τὸ χρῆν και τό χρή και το χρεών)
- πότερα τὸ χρῆν σφ᾽ ἐπήγαγ᾽ ἀνθρωποσφαγεῖν πρὸς τύμβον, ἔνθα βουθυτεῖν μᾶλλον πρέπει; Ητανε το καθήκον που τους οδήγησε να σφάξουν άνθρωπο στον τύμβο, εκεί που είναι πιο ταιριαστο να θυσιάζεται βόδι;(Εκάβη του Ευριπίδη)
Τύποι
[επεξεργασία]ενεστ. χρή και χρεών ἐστι, παρατατικός ἐχρῆν και χρῆν και χρεών ἦν, μέλλ. χρήσει, αόριστος ἔχρησε απαρέμφ. εν. χρῆναι και χρεών εἶναι και χρῆν, μτχ. εν. χρεών και χρῶν
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- ο τύπος χρῆσται ή χρἤσται(που ερμηνεύεται και ως μέλλοντας του χρή, δηλ. "θα χρειαστεί") προήλθε από συναίρεση του ουσιαστικού χρή ή χρῆ με το ἔσται του εἰμί
Σύνθετα
[επεξεργασία]- ἀπόχρη (αν και κάποιοι το ανάγουν στο ἀποχρῶ)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- χρησμός
- χράω
- χρεία
- παράγωγα από το χρή
- χρῄζω ή από το χρεία
- χρηίζω, ιωνικός τύπος του χρῄζω
- χρῄσδω
- χρῄδδω
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- τί ἐχρῆν με ποιεῖν; : <δηλαδή> τι έπρεπε να κάνω; σαν τι να΄κανα; τι θέλατε να κάνω;