χρησιδάνειον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χρησιδάνειον < αρχαία ελληνική χρῆσις + (ελληνιστική κοινή) δάνειον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χρησιδάνειον ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) το χρησιδάνειο