χρονικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χρονικό | τα | χρονικά |
γενική | του | χρονικού | των | χρονικών |
αιτιατική | το | χρονικό | τα | χρονικά |
κλητική | χρονικό | χρονικά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χρονικό < αρχαία ελληνική χρονικόν < ουδέτερο του επιθέτου χρονικός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χρονικό ουδέτερο
- γραπτή αφήγηση γεγονότων κατά χρονολογική σειρά
- το χρονικό της ζωής μου
- το χρονικό μιας επιτυχημένης πορείας στο διάστημα
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- στα χρονικά: για να δοθεί με έμφαση ότι κάτι είναι πρωτοφανές
- Ο πιο ζεστός Ιούλιος στα χρονικά! (δηλαδή ο πιο ζεστός που καταγράφηκε ποτέ)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
χρονικό