χρονοβόρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /xɾo.noˈvo.ɾos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /xɾo.noˈvo.ɾa/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /xɾo.noˈvo.ɾo/ ουδέτερο
Επίθετο[επεξεργασία]
χρονοβόρος, -α, -ο
- που απαιτεί πολύ χρόνο για να ολοκληρωθεί
- οι εργασίες για τη διάνοιξη του δρόμου είναι πάντα χρονοβόρες
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χρονοβόρος
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα χρονο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -βόρος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)