χρωμοδυναμική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χρωμοδυναμική | ||
γενική | της | χρωμοδυναμικής | ||
αιτιατική | τη | χρωμοδυναμική | ||
κλητική | χρωμοδυναμική | |||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χρωμοδυναμική < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χρωμοδυναμική θηλυκό
- (φυσική) η κβαντική χρωμοδυναμική, θεωρία που μελετάει την ισχυρή πυρηνική δύναμη
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χρωμοδυναμική
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
χρωμοδυναμική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του χρωμοδυναμικός
Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' στον ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον ενικό (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυσική (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)