χρως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χρως | ||
γενική | του | χρωτός / χροός | ||
αιτιατική | τον | χρώτα / χρόα | ||
κλητική | χρω(ς) | |||
Δείτε την αρχαία κλίση χρώς. | ||||
όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χρως < αρχαία ελληνική χρώς
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χρως αρσενικό
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- εν χρω κεκαρμένος α) κοντοκουρεμένος β) νεοσύλλεκτος
- ≈ συνώνυμα: (κουρεμένος) γουλί, σύρριζα
- κουρά εν χρω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χρως
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά αρχαιόκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ανώμαλα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρχαιόκλιτα αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)