χυμευτής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χυμευτής | οι | χυμευτές |
γενική | του | χυμευτή | των | χυμευτών |
αιτιατική | τον | χυμευτή | τους | χυμευτές |
κλητική | χυμευτή | χυμευτές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χυμευτής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χυμευτής αρσενικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χυμευτής
|